κεραώψ

κεραώψ
κερᾰώψ, , , gen. ῶπος,
A horned looking,

σελήνη Max.337

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεραώψ — κεραώψ, ῶπος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει σχήμα κεράτου, που φαίνεται σαν κέρατο, κερατοειδής («σελήνην κεραῶπα», Μάξιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ωψ (< ὤψ «όψη, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώψ, κυν ώψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”